μεσιακός — ή, ό αυτός που ανήκει κατά το ήμισυ σε δύο άτομα, συνεταιρικός: Έχουμε μεσιακό μαγαζί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εφημισάρικος — ἐφημισάρικος, η, ον (Μ) αυτός που ανήκει εξ ημισείας σε δύο πρόσωπα, ο μεσιακός. [ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη φρ. ἐφ ἡμισείας] … Dictionary of Greek
μεσακός — ή, ό βλ. μεσιακός … Dictionary of Greek
μισακάρης — και μεσακάρης και μεσιακάρης, ο, θηλ., ισσα κολήγος, συγκαλλιεργητής, αγρότης ο οποίος καλλιεργεί ξένο αγρό παίρνοντας ως αμοιβή τα μισά προϊόντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισακός + κατάλ. άρης (πρβλ. βαρκ άρης). Ο τ. μεσιακάρης < μεσιακός] … Dictionary of Greek
μισακός — ή, ό (Μ μισακός, ή, όν) βλ. μεσιακός … Dictionary of Greek
συμμισακάτορας — και συμμισάτορας και συμμεσιακάτορας, ο, Ν κολήγος, επίμορτος καλλιεργητής, μισακάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μισακός / μεσιακός /μισός] … Dictionary of Greek
συμμισακός — ιά, ό, Ν (για αγρό) μισακάρικος, αυτός για τον οποίο ο καλλιεργητής που τόν νοικιάζει πληρώνει ως ενοίκιο μέρος τής σοδειάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μισακός (βλ. λ. μεσιακός)] … Dictionary of Greek
μισιακός — ή, ό ο συνεταιρικός, ο μεσιακός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)